πευκιάς

πευκιάς
ο
πευκώνας, δάσος από πεύκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πευκιάς — ο, Ν πευκώνας, δάσος με πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + κατάλ. ιάς (πρβλ. χιον ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • πευκόδασο — το δάσος από πεύκα, πευκιάς, πευκώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πευκώνας — ο πευκόδασο, πευκιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”